- λιθοβολιστής
- λιθοβολιστής, ό, θηλ. λιθοβολίστρια (Μ)1. αυτός που ρίχνει λίθους, λιθοβόλος2. το θηλ. ως ουσ. ἡ λιθοβολίστριαη σφεντόνα.[ΕΤΥΜΟΛ. < λιθοβολῶ, κατά τα ουσ. σε -ιστής (πρβλ. ακροβολ-ιστής)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.